- ηγήτρια
- ἡγήτρια, ἡ (Α) [ηγητήρ]ηγητηρία*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ηγητηρία — ἡγητηρία, ἡ (Α, κατά τον Ησύχ. και Φώτ. ἡγητορία, κατά τον Ευστ. ἡγήτρια) (ηγητήρ) 1. δέσμη, αρμαθιά από ξερά σύκα την οποία έφεραν με πομπή κατά την εορτή τών Αττικών Πλυντηρίων σε ανάμνηση τής ευρέσεως αυτής τής τροφής που τή θεωρούσαν ως το… … Dictionary of Greek